ξανοστεύω

ξανοστεύω
1. γίνομαι άνοστος, ανοσταίνω
2. χάνω την ανοστιά μου («με αυτό το φάρμακο ξανοστεύει το στόμα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. και στερ. ξ(ε)-* + ανοστεύω (< άνοστος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ξανοστίζω — ξανοστεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + ανοστίζω] …   Dictionary of Greek

  • ξανοσταίνω — ξανοστεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + ανοσταίνω] …   Dictionary of Greek

  • ξανοστίζω — και ξανοστεύω ξανόστισα 1. γίνομαι άνοστος, ξενοστιμίζω. 2. αποβάλλω την ανοστιά: Φάε μια καραμέλα να ξανοστίσει το στόμα σου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”